σεσηρότως

σεσηρότως
Α
επίρρ. με διεσταλμένα τα χείλη, δηλαδή με πλατύ χαμόγελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεσηρώς, -ότος τού σέσηρα, παρακμ. τού αμάρτυρου ενεστ. σαίρω (Ι) «γελώ δείχνοντας τα δόντια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεσηρότως — with a grin indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”